Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017

Ποιος ήταν ο Κωστής Μεραναίος (1913, Σκριπού Ορχομενού - 1986, Αθήνα);

7 Νοεμβρίου 1999. Η Λιβαδειά τιμά τον Κωστή Μεραναίο (1913 -1986)Υψηλού επιπέδου πνευματική εκδήλωση στο Συνεδριακό Κέντρο της Κρύας με συνδιοργανωτές το Δήμο Λεβαδέων και το Σύλλογο Λεβαδέων «Λάμπρος Κατσώνης» Σταθμός στα πνευματικά - επιστημονικά χρονικά της Λιβαδειάς χαρακτηρίσθηκε δίκαιω και χωρίς καμμιά υπερβολή η εκδήλωση μνήμης για τον καταξιωμένο σε ευρύτατη κλίμακ συμπατριώτη μας, διανοούμενο και συγγραφέα Κωστή Μεραναίο. Στο κατάμεστο από κόσμο «Συνεδριακό Κέντρο» του Δήμου Λεβαδέων, στην «Κρύα», σκιτ γραφήθηκε από διακεκριμένους πνευματικούς ανθρώπους και καλλιτέχνες, η πολύπλευρ προσωπικότητα του στοχαστή, διανοούμενου, συγγραφέα, δημοσιογράφου και κριτικό λόγου και τέχνης Μεραναίου. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 7 Νοεμβρίου με κοινή πρωτοβουλία του ΔΗΜΟΥ ΛΕΒΑΔΕΩΝ και του ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΛΕΒΑΔΕΩΝ ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΑΤΣΩΝΗΣ και με ομιλητές τους Ευτύχη Μπιτσάκη, καθηγητή της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γιάννη Χατζηφώτη, συγγραφέα, λογοτέχνη και κριτικό, το συμπατριώτη μας δημοσιογράφο, συγγραφέα και ζωγράφο Πέτρο Μάκρη, που συντόνισε την εκδήλωση και τον επίσης συμπατριώτη μας σκηνοθέτη και ηθοποιό Χρίστο Τσάγκα, που διάβασε, προκαλώντας ιδιαίτερη συγκίνηση, αυτοβιογραφικές σελίδες του Κωστή Μεραναίου. Θερμούς χαιρετισμούς στο πυκνό ακροατήριο, με ειδικές αναφορές στο έργο και την προσωπικότητα του Κ.Μ., απηύθυναν εκ μέρους των συνδιοργανωτών της εκδήλωσης, ο Δήμαρχος Λεβαδέων Χρήστος Παλαιολόγος και ο Πρόεδρος του ΛΑΜΠΡΟΥ ΚΑΤΣΩΝΗ Ηρακλής Τσόγκας. Ο Δήμαρχος Λεβαδέων ανήγγειλε ότι το όνομα του Κωστή Μεραναίου, θα δοθεί σε μια από τις οδούς της Λιβαδειάς, ενώ ο Πρόεδρος του ΛΑΜΠΡΟΥ ΚΑΤΣΩΝΗ επρότεινε να τοποθετηθεί η προτομή του Κ. Μ. σε κεντρικό σημείο της πόλης. Επίσης ο κ. Παλαιολόγος προσέφερε στη χήρα του τιμωμένου, Ελένη Μεραναίου, ειδική αναμνηστική πλακέτα. Διαβάστηκαν θερμοί και γεμάτοι εγκώμια για τον Κ. Μ. χαιρετισμοί των Νίκου Κιάου και Νίκου Καρανχηνού, αντιστοίχως προέδρου και αντιπροέδρου της ΕΣΗΕΑ, του ιστορικού δημοσιογραφικού σωματείου, που το ετίμησε με το στιβαρό έργο του ο Κωστής Μεραναίος. Συγκλονιστικές υπήρξαν οι τελευταίες στιγμές της εκδήλωσης κατά τις οποίες, από τα ηχεία της μεγάλης αίθουσας του συνεδριακού κέντρου της Κρύας, ακούσθηκε η φωνή του Κωστή Μεραναίου από ομιλία του στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, το 1959, με θέμα την αρχαία τραγωδία και στο πλαίσιο της περίφημης τότε εκπομπής του «Το Ραδιοφωνικό Πανεπιστήμιο». Επειδή το κεφάλαιο «Κωστής Μεραναίος» έχει διαχρονική αξία και αντοχή κρίναμε σκόπιμο, να φιλοξενήσουμε στις στήλες του περιοδικού μας, τα κυριότερα σημεία της παρουσίασης του έργου και της ζωής του Μεραναίου από τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Πέτρο Μακρή. Έτσι, πιστεύουμε ότι θα βοηθήσουμε πάρα πολλούς συμπατριώτες μας, που δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν την εκδήλωση μνήμης για τον Κ.Μ. που με τόση επιτυχία έγινε στη Λιβαδειά, να έλθουν, σε μια πρώτη γνωριμία με τη ζωή και το έργο του τιμηθέντος.

ΠΡΙΝ ΑΠΟ 40 ΧΡΟΝΙΑ...
Ο Κωστής Μεραναίος πρωτοτιμήθηκε στη Λιβαδειά το Νοέμβριο του 1959, δηλαδή πριν από 40 ακριβώς χρόνια, στο κατάμεστο τότε κινηματοθέατρο ΑΡΜΟΝΙΑ, ως ομιλητής σ' ένα θέμα που συνεκλόνιζε το δυτικό κόσμο. Τίτλος του θέματος «Οι νέοι και η εποχή μας - επαναστάτες με ή χωρίς αιτία;». Οργανωτές της εκδήλωσης αυτής τα φοιτητικά νιάτα της Λιβαδειάς, αλλά και της Θήβας, ενωμένα τότε στον εθνικοτοπικό «Σύλλογο Βοιωτών Σπουδαστών ο Πλούταρχος». Ο ερωτηματικός τίτλος του θέματος προδιέθετε και για τη λύση του ερωτήματος, διότι εμείς οι Έλληνες θεμελιωτές της αιτιοκρατικής αντίληψης θα ήταν αδύνατο - ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις του καθενός - να διανοηθούμε, ότι υπάρχουν επαναστάτες χωρίς αίτια. Απλούστατα, την εποχή εκείνη, περίοδο κορύφωσης του ψυχρού πολέμου, αλλά και περίοδο παντοδυναμίας του προοδευτικού παγκόσμιου κινήματος των Αδεσμεύτων, η υπερατλαντική υποκουλτούρα θα έπρεπε να επιχειρήσει μια αντεπίθεση πλασάροντας το θολό μοντέλο του ψευδοεπαναστάτη «χωρίς αιτία». Του ανθρώπου χωρίς έρμα, που ανάγει τη βία σε αυτοσκοπό και τη στρέφει ακόμη και εναντίον εκείνων, που μάχονται για τα δίκαια τους. Έτσι, το Χόλλυγουντ επιστράτευσε τον Τζαίημς Ντην στο ρόλο του επαναστάτη της αυτοκαταστροφής, που θέλει να συντρίψει τα πάντα, χωρίς στο χώρο των ερειπίων του, να είναι εις θέσιν να οικοδομήσει κάτι το καλύτερο. Στο ίδιο μοτίβο κινήθηκαν και άλλα φανταχτερά ψευδοαριστουργήματα της νεομακαρθυκής κινηματογραφίας, όπως το «Ouest side story» και η «Ζούγκλα του μαυροπίνακα» όπου η διεθνής νεολαία εκαλείτο ν' αντιγράψει το μοντέλο των νεανικών συμμοριών του δυτικού Μανχάτταν και του Μπρονξ. Η διάλεξη λοιπόν εκείνη του Κωστή Μεραναίου ήταν και μια θαυμάσια διορθωτική πυξίδα στο ψευδοδιανοουμενίστικο θολό τοπίο της υπερατλαντικής «απολιτικότητας», η οποία σήμερα εξαπλώνεται απειλητικά με τον επίσης απατηλό μανδύα της made in USA «παγκοσμιοποίησης» και της πιο ανελέητης ισοπέδωσης σε καθετί το εθνικό. Σ' αυτές λοιπόν τις ευτυχισμένες αγωνιστικές συγκυρίες έγινε η γνωριμία του λιβαδείτικου φοιτητόκοσμου με τον συμπατριώτη της στοχαστή και συγγραφέα. Από εκεί και πέρα οι περισσότεροι φιλομαθείς Λιβαδείτες θ' αναζητήσουν να μάθουν μόνοι τους περισσότερα από εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία, αλλά και τις υπέροχες εκπομπές και τα ραδιοτηλεοπτικά Συμπόσια για την πολυσχιδή πνευματική παρουσία και προσφορά του Κωστή Μεραναίου. Για τον άνθρωπο, ερευνητή διανοούμενο και συγγραφέα, που ένα πρωινό του Νοεμβρίου του 1959 ετάραξε τα τοπικά λιμνάζοντα νερά της πατρίδας του, για να καλυφθεί, για 40 δυστυχώς χρόνια, κάτω από μια περίεργη συμφωνία σιωπής από τους ίδιους τους επίσημους και ημιεπίσημους φορείς της γενέτειρας του. Έστω και αργά λοιπόν ο Κωστής Μεραναίος, με τον ανεξίτηλο γραπτό του λόγο, αναταράσσει και πάλι το τέλμα της λήθης και μας θυμίζει οπ οι πραγμίατικο διανοούμενοι δεν είναι οι γνωστές χρυσές μετριότητες, που προβάλλονται επίμονα, μέσα από κάποιες παρέες δοκησίσοφων οι οποίοι συνήθως συγκροτούν το πρωτευουσιάνικο ή περιφερειακό STAR SYSTEM, αλλά προσωπικότητες που καταξιώνονται μέσα, από το εμπνευσμένο και ανθεκτικό, σε κάθε τεκμηριωμένη σκληρή κριτική, αλλά και στο χρόνο έργο τους. Ο τιμώμενος συμπατριώτης μας, εκτός από επιφυλλιδογράφος, δημοσιογράφος, μεταφραστής και άριστος γνώστης της συγκριτικής λογοτεχνίας και συγκριτικής φιλοσοφικής έρευνας υπήρξε και ένας από τους καλύτερους κριτικούς πλαστικών τεχνών με υποδειγματικά τεχνοκρατικά σημειώματα, από τις σελίδες του ΖΥΓΟΥ, και άλλων ισάξιων περιοδικών Τέχνης και λόγου. Εκεί όμως όπου η προσφορά του Κωστή Μεραναίου κυριολεκτικά εκέρδισε ένα ευρύτατο κοινό φιλομαθών ήταν στην κρατική ραδιοτηλεόραση, κάποιων σχετικά κοντινών δεκαετιών, όπου έστω και με τις εγγενείς, αδυναμίες κάθε πολυπλόκαμου οργανισμού, επρυτάνευε μια εμφανώς καλύτερη αξιοκρατική αντίληψη, από τη σημερινή ισοπεδωτική μανία. Βεβαίως, το φαινόμενο έχει την εξήγηση του και τα ελαφρυντικά του, καθότι «απέσβετο το λάλον ύδωρ», στις κατά τα άλλα θορυβώδεις ημέρες μας. Κατά μιαν ευτυχή συγκυρία, στα χέρια μας βρίσκονται κάποια αντίτυπα των εκδόσεων ΔΙΦΡΟΣ του Γιάννη Γουδέλη. Στο τεύχος αυτό του περιοδικού, ο Κωστής Μεραναίος αυτοβιογραφείται, μέσα από ένα πραγματικά συναρπαστικό κείμενο 41 σελίδων. Κάποια αποσπάσματα της αυτοβιογραφίας αυτής δίνουμε στη δημοσιότητα: Οι παιδικές αναμνήσεις αποτελούν τον κανόνα σε κάθε ειλικρινή αυτοβιογραφία. Τον κανόνα αυτό θ' ακολουθήσει και ο Κωστής Μεραναίος γράφοντας: «Η ΠΑΙΔΙΚΗ μνήμη είναι αδιάλλακτα εγωιστική. Ο χρόνος, όσο κι αν είναι ο πιο αμείλικτος εχθρός της, την αφήνει αδιατάρακτη. Ό, τι ζήσαμε τότε είναι το προσωπικότερο κτήμα μας. Και αυτό παραμένει για μας πάντοτε αναπαλλοτρίωτο. Τώρα, οι τόποι όπου ζούσαμε άλλαξαν. Οι άνθρωποι μπορεί να ζουν καλύτερα ή μάλλον ανετότερα, αλλά πως να συμβιβαστείς με τη σημερινή τσιμεντένια ομοιομορφία! Τα χωριά μας έγιναν, τα περισσότερα, άμορφες συνοικίες, όπως στις μεγαλουπόλεις. Τότε, περπατούσες μέσα στις λάσπες ή στους χορταριασμένους δρόμους κι ανταμωνόσουν με τους συντοπίτες σου και μ' όλα τα ζωντανά τους. Ο ρυθμός της ζωής συμπορευόταν με τους βιολογικούς ρυθμούς, που υπαγόρευε η φύση. Τώρα πια, αυτά ρυθμίζονται από τα συγκοινωνιακά μέσα. Το χάραμα της ημέρας και το βασίλεμα του ήλιου ήταν πάγια χρονικά πλαίσια. Τώρα, μόνο για τις ημερολογιακές επισημάνσεις χρησιμεύουν. Έτσι λοιπόν, σαν ξαναγυρίσεις στον τόπο σου νοιώθεις εντελώς ξένος. Και φεύγεις ανεπίστρεπτα. Κι ούτε γυρίζεις πίσω σου, γιατί είναι σαν να σε παρακολουθεί η φοβέρα του Λοτ. Ξαναγυρίζω λοιπόν στη μνήμη του χωριού μου. Προτιμώ αυτήν την εικόνα του, όσο κι αν την συνοδεύουν στερήσεις και καθυστέρηση. Είναι αλήθεια πως στον αιώνα μας, τουλάχιστον για τα χωριά μας, το τέλος της πρώτης πεντηκονταετίας του αιώνα μας μοιάζει σαν, με ένα άλμα, να πηδήσαμε ξαφνικά από μια πρωτόγονη ησιόδεια κοινότητα σε μια πολύβουη αγορά, όπου η τεχνική, σαν ένα παρανοϊκό κέρας της Αμάλθειας, μοιράζει τις δωρεές της. Τι να σου προσφέρει λοιπόν το χωριό, που κατάντησε περιθωριακή συνοικία μιας άχρωμης πρωτεύουσας! Να γιατί κρατάμε ανέπαφη την παιδική εικόνα στη μνήμη. Εκεί, στις παρυφές σχεδόν της Κωπαΐδας, στον παλαιό και πολυιστόρητο Ορχομενό, στα ερείπια του, ήταν και είναι ακόμη το χωριό Σκριπού. Τότε, όλο μικρά σπίτια, χωρίς πάτωμα τα περισσότερα, με χωματένιο δάπεδο και ισόγεια, συναγωνίζονταν σε ανέσεις τις αχυροσκέπαστες καλύβες των βλάχων. Κι όσο κι αν θέριζαν τους ανθρώπους η πείνα και οι ελώδεις, που τυραννούσαν τον κόσμο από τότε που τα αρδευτικά έργα των μεγαλεπήβολων Μινυών καταστράφηκαν από τους αντίζηλους Θηβαίους, οι άνθρωποι ζούσαν με τις χαρές και τις λύπες τους, που ήσαν και οι περισσότερες. Ωστόσο, σ αυτό το χωριό, στα πρώτα μου εφτά χρόνια, ένοιωσα τον πρώτο και ακατάλυτο δεσμό με τον κόσμο, τον φυσικό κόσμο.

ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ...
Ούτε που ήξερα ποιοι ήταν οι Μινύες, ούτε και κανένας μου μίλησε γι' αυτούς συνεχίζει ο Κωστής Μεραναίος. Ωστόσο, κάθε τόσο πήγαινα στον σκεπασμένο από αγριόχορτα και αγριολούλουδα θησαυρό τους, στον θολωτό τάφο -ύστερα έμαθα πως η λαμπρότητα του ήταν, για τον Όμηρο, μονάδας αναφοράς- κι ούτε καν με πείραζε που στην αφύλαχτη είσοδο του έμπαιναν ελεύθερα τα γουρούνια και είχε καταντήσει χοιροστάσιο. Για μένα ήταν κάτι άλλο. Τι; Δεν το ήξερα. Λίγο πιο πέρα βρισκόταν ο βυζαντινός ναός της Παναγίας. Ερειπωμένος. Ο τρούλος του είχε γκρεμιστεί και μπαίνοντας στην υγρή σιωπή του έβλεπες, αντί για τον Παντοκράτορα, τον ουρανό. Μονό το πέταγμα των πελαργών ακούγονταν πότε-πότε. Κι ύστερα πάλι σιωπή και παντού σιωπή. Κι ολοτρίγυρα από το ναό πράσινο και λουλούδια. Πως να μην βασιλεύει σιωπή! Οι αγιογραφίες είχαν σβύσει στους τοίχους κι έξω στην είσοδο ένα ακέφαλο ρωμαϊκό άγαλμα. Που να βρεθεί στόμα να μιλήσει. Το μικρό παιδί όμως είναι γεμάτο απορία. Κι αυτή μεγαλώνει όσο κανένας δεν του ανταποκρίνεται. Ήταν όμως δυνατό όλος ο κόσμος να ορίζεται από αυτά τα ερείπια; Πέρα από τους χωρικούς, δεν υπήρχαν αλλού άλλα πλάσματα; Δεν ήταν δυνατό! Στο βουνό, που υψωνόταν προστατευτικό πάνω από το Θησαυρό, σαν μεγάλωσα έμαθα πως το έλεγαν Ακόντιο, στα αρχαία χρόνια, ορθωνόταν ένα κάστρο. Ο ψηλότερος του πύργος, ερειπωμένος κι αυτός, κρατούσε ακόμη, σε πείσμα των αιώνων, έναν τοίχο, που όσο ψήλωνε τόσο και περισσότερο ήταν γκρεμισμένος κι έμοιαζε με έναν δείχτη. Μου φαινόταν πως από εκεί πάνω θα μπορούσα ν' αντικρίσω τον κόσμο ολόκληρο! Πως όμως ν' ανέβει εκεί ένα μικρό παιδί; Ύστερα, σκεφτείτε, για τα παιδιά οι αποστάσεις τότε ήταν κάτι το μέγιστο. Μιας ώρας δρόμος δεν ήταν μικρό πράγμα. Και μια και δεν μπορούσα να φτάσω ως εκεί, ένιωθα μέσα μου την απορία να μεγαλώνει. Τι να βρίσκεται πέρα από το βουνό, τι να υπάρχει πίσω από τους μακρινούς ορίζοντες, που χάνονταν μέσα στις καταχνιές του χειμώνα ή στο καλοκαιριάτικο λιοπύρι;

ΕΝΑ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΣΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ...
Στα εφτά μου χρόνια μετοικήσαμε στη Λιβαδειά. Ήταν μια χαριτωμένη πολιτεία. Κρατούσε ακόμα πολλά από την τουρκοκρατία. Τα τζαμιά της, έναν πύργο, που είχε γίνει το ρολόι της πόλης, τα καλντερίμια της που κατέβαιναν από τους μαχαλάδες, πέτρινα ρείθρα, απέθαντα. Κι όλα αυτά σε μια οικιστική διάταξη, που υπάκουε μόνο στην μορφολογία του τόπου. Και παντού πλατάνια και νερά. Εκεί τέλειωσα τις άλλες δύο τάξεις του δημοτικού Κι ύστερα σχολαρχείο και γυμνάσιο. Ήταν χρόνια, τώρα που τα συλλογίζομε, πολύ αναταραγμένα και δύσκολα. Τα παιδιά όμως, απ' όλα αυτά, βλέπουν εικόνες, θέαμα. Πολύ πιο αργά τα συνειδητοποιούν. Ήταν χρόνια προσφυγιάς και εξαθλίωσης. Στο Γυμνάσιο, μας είχανε στιβάσει, στην κυριολεξία, σε κάτι μικρές αίθουσες. Τα θρανία δεν έφταναν για όλους. Και φυσικά τα μονοπωλούσαν κάτι «γηραιότεροι», μουστακοφόροι συμμαθητές. Εμείς, οι μικροί, στεκόμαστε όρθιοι. Και η μάθηση μας διακόπτονταν κάθε τόσο από μερικά αστραφτερά χαστούκια, που μας επιδαψίλευε ένας καλός, αλλά χεροδύναμος φιλόλογος, γιατί κάναμε σκανταλιές και δεν προσέχαμε. Το κτίριο αυτό έχει κριθεί κατάλληλο για Γυμνάσιο, γιατί δεν μπορούσε πια να χρησιμοποιηθεί για φυλακές. Αυτό ως τα τότε ήταν ο προορισμός του! Ωστόσο, τα χοντρά σιδερένια κάγκελα είχαν μείνει στα παράθυρα, όπως και η βαριά σιδερένια εξώπορτα. Στέκονταν στη θέση τους, ίσως και σαν παιδευτική υπόμνηση, για να μας εντυπωθεί καλύτερα η έννοια για το καλό και το κακό. Ο Κωστής Μεραναίος θ' ανακαλύψει στον κοινωνικό ιστό της Λιβαδειάς τον επαναστατικό χαρακτήρα των κατοικώντας και θα διευκρινίσει στην αυτοβιογραφία του: Αυτό δεν ήταν συμπτωματικό. Η Λειβαδιά για την ιστορία των κοινωνικών αγώνων στον τόπο μας έπαιξε κάποιον σπουδαίο ρόλο. Και την παράδοση αυτή την κράτησε περήφανα ψηλά με εκατοντάδες θύματα και ηρωικούς αγωνιστές, τόσο στην Κατοχή όσο και στον εμφύλιο. Η φτώχεια, που άγγιζε στα όρια του λιμού, ήταν ενδημική. Οι καλλιεργητές της Κωπαΐδας, που τότε την εκμεταλλευόταν η αγγλική ομώνυμη εταιρεία, ήταν κάτι περισσότερο από δουλοπάροικοι. Και κάθε τόσο ξεσηκώνονταν. Θυμάμαι τα συλλαλητήρια με τις μαύρες και κόκκινες σημαίες, και τους χωροφύλακες, που παρατάσσονταν με τα όπλα «επί σκοπόν» για να τους εμποδίσουν. Θυμάμαι μια νύχτα που ξεσηκώθηκε όλη η πόλη. Πολιορκούσαν την αστυνομία και γύρευαν να ελευθερώσουν εκείνους που άδικα τους είχαν πιάσει. Και τότε, την βαρειά εκείνη νύχτα, ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Ρίχνονταν, ευτυχώς, στον αέρα για εκφοβισμό. Αλλά σε λίγο, από τις συνοικίες άρχισαν αλλόφρονα να κατεβαίνουν τα γυναικόπαιδα. Κι ήταν η πρώτη μου εμπειρία πως κάτι το κακό, το πολύ κακό, βασίλευε στον κόσμο. Και την άλλη μέρα είδα δεκάδες από τους φυλακισμένους, ανάμεσα σε στίχους από εκατοντάδες στρατιώτες, (είχαν ρθει σιδηροδρομικά από την Αθήνα), να οδεύουν δεμένοι χέρι - χέρι με σκοινιά για το σιδηροδρομικό σταθμό. Τους περίμεναν τα στρατοδικεία του Πάγκαλου».

Η ΕΦΗΒΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
Τι ήταν όμως εκείνο που έριξε μέσα στο νου και την καρδιά του νεαρού Κωστή τη ζύμη, τη μαγιά των πρώτων επαναστατικών σκιρτημάτων της εφηβείας; Σε άλλους αποφασιστικό ρόλο έπαιξαν οι διδασκαλίες του Γαλιλαίου και του Νεύτωνα, σε άλλους η Δαρβινική θεωρία της εξέλιξης των ειδών, που οδήγησε στην ανεπανάληπτη ιεροεξεταστική «Δίκη των Πιθήκων». Σε άλλους πάλι, ήταν το ίδιο το ιερό Ευαγγέλιο, με την ιστόρηση της εκδίωξης των αδίστακτων αργυραμοιβών με το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού από το ναό του Σολομώντος. Ή ακόμη, αν θέλετε, κάποιες προωθημένες θέσεις των ιερών γραμμάτων για την. Για τον Κωστή Μεραναίο το έναυσμα γι' αυτή τη σύμφωνη με την εφηβεία επαναστατική μεταστροφή θα την δώσει ένα μορφολογικώς περίεργο έντυπο. Δεν ήταν καν βιβλίο διευκρινίζει ο Κωστής Μεραναίος. Ήταν μια μπροσούρα, λίγο πιο μεγάλη από τα λαϊκά ημερολόγια που κουβαλούμε στις τσέπες μας. Τυπωμένο σ' ένα φτηνό χαρτί, όπως γινόταν τότε, μ' ένα ξεθωριασμένο κοκκινωπό ξώφυλλο, ήταν το βιβλίο ενός Ρώσσου πρίγκιπα, του Πιοτρ Κροπότκιν: «Προς τους νέους». Τι ήταν εκείνο! Η ψυχή είχε μείνει αδειανή από την άλυτη απορία. Και τώρα καινούργια ερωτήματα, ή καλύτερα πλήθος από απαντήσεις, που αυτόματα έθεταν ερωτήματα. Και μονομιάς ήταν σαν ν' ανακάλυπτα τη γη, τους ανθρώπους της, σα νάβλεπα για πρώτη φορά, τη ζωή τους, τα βάσανα τους, το χιλιοπατημένο δίκιο τους κι άκουγα ένα προσκλητήριο για δικαιοσύνη που πρέπει να βασιλέψει ανάμεσα μας. Πώς μπορούσε κανένας ν' αντισταθεί σ' αυτόν τον λόγο. Κι όταν ξαφνικά, μέσα στην ερημιά μιας πίστης, ακούς τον φλογερό λόγο, όλο συγκίνηση και ενθουσιασμό, τότε η νεανική ψυχή κυριεύεται από βακχεία. Και δεν ήταν κήρυγμα ειπωμένο από κάποιον ολόκληρο. Αλλά από έναν Ρώσσο αριστοκράτη. Μήπως, άλλωστε, κάποιο τέτοιο θαύμα δεν έγινε με την Επανάσταση στη Ρωσία! Μια δεκαετία είχε περάσει από τότε. Να που βρισκόταν το αληθινό, το ανθρώπινο Θαβώρ. Εκεί στις τσέπες και στις φάμπρικες, στις πολιτείες και στα μέτωπα. Μουζίκοι και φαντάροι έμοιαζαν να ορμούν σαν αρχάγγελοι. Τα στόματα τους, που είχαν σάλπιγγες της ημέρας της Κρίσεως, διαλαλούσαν γη και λευτεριά. Πώς λοιπόν να μην αναβακχευτεί η ψυχή ενός νέου, όταν είχε ζωντανά μπροστά του την πείνα και τους νεκρούς από τον πόλεμο, τους χαμένους που τους καρτερούσαν απ' την αιχμαλωσία των Τούρκων οι μανάδες! Πώς να μην συνεπαρθεί, όταν η Παλαιοπολεμιστική οργάνωση της Λειβαδιάς, κατέβαζε τους παλαίμαχους στους δρόμους της αγοράς και στις πλατείες και τους άκουγε να φωνάζουν «ψωμί και δουλειά». Η ψυχή του νέου είναι το ευγενικότερο οικητήριο για κάθε υψηλή ιδέα. 'Οταν μάλιστα γίνει ακαδημαϊκός πολίτης -εγώ ακολούθησα τη Νομική Σχολή της Αθήνας,- η ίδια η επιστημονική μάθηση τον οπλίζει με την συλλογιστική. Δεν είναι τυχαίο που αποκαλούμε την επιστήμη Descipline. Είναι η αγωγή που υποβάλλει τη σκέψη μας στην ορθολογική αλληλουχία, στην νοητική πειθαρχία. Και τα γεγονότα ήσαν τόσο πρόδηλα, το κοινωνικό κακό τόσο στοιχειωδώς έκτυπο, που σε ανάγκαζε να πάρεις θέση. Ύστερα, ήταν και η σύμφυτη πάλι με την ιδιοσυστασία του νέου ρωμαντική διάθεση. Ο νέος ταυτοποιείται με τον κόσμο. Και σ' εκείνη την πρώτη ουσιαστικά κοινωνική του εμπειρία, γιατί ο σπουδαστής όπως κι ο εργάτης - νέος ξεφεύγει από τον κλοιό της οικογένειας, νοιώθει πως έγινε κιόλας ένας σπουδαίος, αν όχι και πρωταρχικός, παράγοντας, για την κοινωνική μεταμόρφωση. Πιστεύαμε, τότε, πως δικαιωματικά γινόμαστε πλαστουργοί της ιστορίας. Η συμμετοχή μας στην οργάνωση ήταν ένα εχέγγυο για την επιτυχία, μια επί πλέον επιβεβαίωση πως εκείνη η κοσμογονική για την τύχη του ανθρώπου έκρηξη, θάφτανε ως την απώτερη γωνιά της γης. Και μεις νιώθαμε πως είμαστε, οι εντολοδόχοι της ιστορίας. Και αυτό, για τους νέους, είναι και ιστορικό και ψυχολογικό δεδομένο».

ΤΟ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ ΚΑΜΙΝΙ
Ο Κωστής Μεραναίος θα μπει στο καμίνι της φοιτητικής ζωής στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Στη μέθη της κοινωνιολογικής και φιλοσοφικής έρευνας θ' αναζητήσει να διευρύνει τους γνωσιολογικούς του ορίζοντες, μαθαίνοντας μόνος του γαλλικά και με τη συνδρομή ενός ελληνοεβραίου διανοουμένου, που μαρτύρησε στα κρεματόρια του Άουσβιτς, του Αβραάμ Κοέν, έμαθε γερμανικά. Έτσι, εξοικειώνεται με την ευρωπαϊκή φιλολογία και φιλοσοφία και πολύ σύντομα αναδεικνύεται σ' έναν από τους καλύτερους Ελληνες μεταφραστές και σχολιαστές. Με τη συνδρομή του διακεκριμένου ψυχιάτρου Δημ. Κουρέτα και της επίσης αναγνωρισμένης μεταφράστριας Λέλας Ζωγράφου θα εισαγάγουν στην Ελλάδα το έργο του Ζίγκμουντ Φρόϋντ, που έφερε ανέλπιστες ανακατάξεις, στην παγκόσμια διανόηση με την τριχοτόμηση του ανθρώπινου εγώ (Ασυνείδητο - Υποσυνείδητο - Κοινωνικό Εγώ). Μεταφράζει το βιβλίο του Allendy «Ψυχανάλυση και Δίκαιον» και μέσα από τις σελίδες του βιβλίου αυτού ανατρέπει τις ρατσιστικές αντιλήψεις και διδασκαλίες του Ααμπρόζο περί υπάρξεως εκ γενετής εγκληματικών τύπων. Παρουσιάζει, σε πολύ προσεγμένη μετάφραση και με σχόλια, τη «Γέννηση της Φιλοσοφίας» του Φρίντριχ Νίτσε για να φτάσει στις διδασκαλίες του Καρλ Μαρξ και την πολεμική του, κατά του Φόϋρμπαχ. Θ' αποκαλέσει τον Καρλ Μαρξ τολμηρό ανατόμο της αστικής κοινωνίας, με επιστημονική ανάλυση διαχρονικής ισχύος και ταυτοχρόνως θα καταγγείλει τη διδασκαλία του Έγελου και του Καντ, ως θεμέλια της πρωσικής απολυταρχίας. Στα χρόνια της Κατοχής, ο Κωστής Μεραναίος θα μετατρέψει το δικηγορικό του γραφείο, στην πλατεία Καπνικαρέας, σε εντευκτήριο διανοουμένων και καλλιτεχνών, που ζουν υπό τη σκιά της πείνας και των διώξεων. Χρησιμοποιεί για σπίτι μια παράγκα της Καισαριανής, απ' όπου ακούει καθημερινά τους τουφεκισμούς των εκτελεστικών αποσπασμάτων και τα βογγητά των θανάσιμα πληγωμένων. Συνεργάζεται με τον Δημήτρη Φωτιάδη στα Νεοελληνικά Γράμματα και αναπτύσσει φιλία με τον φιλόσοφο Χ. Θεοδωρίδη που έκανε γνωστή στους Έλληνες την επικουρία φιλοσοφία. Συνεργάζεται επίσης με τον Αιμίλιο Χουρμούζιο που τον προσλαμβάνει στην «Καθημερινή», ως επιφυλλιδογράφο. Το καλοκαίρι του 1943 αναλαμβάνει την αρχισυνταξία και αργότερα τη διεύθυνση του περιοδικού «Καλλιτεχνικά Νέα», απ' όπου παρελαύνουν οι γνωστότεροι διανοούμενοι της εποχής και από τις σελίδες του οποίου ο Κωστής Μεραναίος ασκεί τεκμηριωμένη κριτική, για το αδιέξοδο των ιδεαλιστικών απόψεων στην τέχνη. Παρά την ανελέητη λογοκρισία, το περιοδικό θα αναδειχθεί σε μια έπαλξη προάσπισης του κοινωνικού ρόλου των γραμμάτων και της τέχνης, σε μια εποχή όπου οι διανοούμενοι εκαλούντο να αποτελέσουν την εμπροσθοφυλακή των λαϊκοαπελευθερωτικών αγώνων.

ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΚΑΙ ΚΑΠΕΤΑΝ ΟΡΕΣΤΗΣ...
Όσο ο Κωστής Μεραναίος οδεύει προς το Ζενίθ των Πνευματικών του κατακτήσεων άλλο τόσο οι χρονολογικές συγκυρίες της χώρας οδηγούν την Ελληνική κοινωνία στον αλληλοσπαραγμό. Να πώς περιγράφει την πορεία του αυτή στην αιμορραγούσα χώρα ο Κωστής Μεραναίος... «Ήρθε ο Δεκέμβρης του 1944. Ζήσαμε εκείνες τις άγριες ημέρες του, τις γεμάτες ηρωισμό και δοκιμασίες. Βρισκόμουν τότε σ ένα από τα πιο φοβερά σταυροδρόμια. Ανάμεσα στο Παγκράτι, τον Βύρωνα και την Καισαριανή. Η λογοτεχνική μας ομάδα είχε αποσυνδεθεί. Τότε, τα όριο ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο είχαν μπλεχτεί. Περπατούσαμε, πεινασμένοι, κάτω από όλμους, σφαίρες και πολυβολισμούς αεροπλάνων. Διαγκωνιζόμαστε με όλα αυτά. Αλλά, περίεργο, και μεις οι ίδιοι ζούσαμε σε μια σύγχυση αισθημάτων. Νεκροί και ζωντανοί ήταν αδιαχώριστα ενωμένοι, συνταυτισμένοι Ο μικρότερος αδελφός μου -είχε ξεφύγει κι αυτός από τα συρματοπλέγματα του Ελληνικού - πολεμούσε στου Γκύζη. Πέρασε ο Δεκέμβρης, ήρθε η Βάρκιζα. Ο τόπος ζούσε μια νομογενή κατάσταση. Το '45 κύλησε όπως όλοι θυμόμαστεό. Ο τόπος είχε γνωρίσει τα δεινά από μια πολυειδή ήττα. Και αυτό έκανε πολλούς να προσπαθούν να αποτιμήσουν ορθολογικά και τα πεπραγμένα και τα συμβησόμενα. Δικηγόρος - ψιλώ ονόματι - συνεργαζόμουνα με τον Ν. Πουλιόπουλο. Αυτός τότε, με μερικούς άλλους, πήρε την πρωτοβουλία να δημιουργηθεί μια ιδιότυπη κίνηση, έχοντας εξασφαλίσει και την συγκατάθεση του Καζαντζάκη για την ηγεσία της. Και πράγματι συστήθηκε η «Σοσιαλισπκή Εργατική Ενωση». Ήταν μια περίοδος, όπου μερικοί, είτε από λόγους ιδιοσυγκρασίας, είτε από κίνητρα σκοπιμότητας, είτε γιατί δεν διέθεταν το σθένος να αγωνιστούν σε πιο προχωρημένα φυλάκια, είτε, τέλος, γιατί αυτό θεωρούσαν σωστό, ήθελαν, με τον τρόπο τους, να συμπαρασταθούν στον ποικιλότροπα δυναστευόμενο και αγωνιζόμενο λαό. Είναι γεγονός πως υπήρχε και ένας αρκετά έντονος αντικονφορμισμός προς πάγια και οργανωτικα ιεραρχημένα σχήματα. Οι περισσότεροι ήθελαν να παραμείνουν ελεύθεροι σκοπευτές. Και για τους περισσότερους, η ευθύνη για τις προθέσεις τους ήταν αναμφισβήτητη Αλλωστε ο ύστερος έντιμος βίος τους τις επαληθεύει. Οι καιροσκόποι και οι δόλιοι αυτοαποκαλύφθηκαν. Το γεγονός, ωστόσο, είναι πως ουσιαστικά η «Σοσιαλιστική Εργαπκή Ένωση» ήταν φιλολογική συντροφιά. Το μόνο πολιτόικ της επακόλουθο ήταν η υπουργοποίηση του Καζαντζάκη στην κυβέρνηση Σοφούλη, στα 1946. Τότε ακριβώς μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά τον Καζαντζάκη. Δεν είχε ακόμη εισαχθεί από την Ευρώπη. Θυμάμαι πως η πρώτη έκδοση του «Ζορμπά», από τις εκδόσεις Δημητράκου, περιπλανιόταν και προσφερόταν αφειδώς στα καλάθια των γυροβιβλιοπωλών αντί ταλλήρου. Είχαμε συνεργαστεί αρκετά στενά με τον Καζαντζάκη και ήτανε φυσικό να προσκληθώ κι εγώ στις φιλολογικές εσπερίδες του διαμερίσματος του, ή καλύτερα της Τέας Ανεμογιάννη, που τον φιλοξενούσε, στην οδό Μαυροματαίων. Με τις εσπερίδες εκείνες, προφανώς, ο Καζαντζάκης διασκέδαζε την ανία του από τους ανθρώπους. Διεξάγονταν από αιθεροβάμονες λογοτεχνοφιλοσόφους ατέρμονες και αβυθομέτρητες συζητήσεις. Μια μέρα τον ρώτησα, αν αληθινά του άρεσαν αυτές οι πνευματικές κοκκορομαχίες. Ο Καζαντζάκης χαμογέλασε μ' εκείνο το ημιπληγικό χαμόγελο του. Τον θυμάμαι ακόμα, υπουργό άνευ χαρτοφυλακίου. Είχε έρθει ο σωφέρ για να τον πάει στο υπουργείο, σηκώθηκε, και για λίγο πάσκισε να στεριώσει την λουρίδα σε μια κοιλιά που φαινόταν να μην έχει σπλάχνα. Κι έμοιαζε εκείνη τη στιγμή με τα πολύ αχαμνά παιδιά που σφίγγουν ολοένα τη μέση τους, ώσπου να στεριωθεί το παντελόνι τους. Η υπουργική του θητεία δεν κράτησε πολύ. Κι όταν έγινε η μεγάλη συγκέντρωση του δημοκρατικού λαού στον Παναθηναϊκό πήγε κι εκείνος, δεν μπορούσε να μείνει πλέον υπουργός και παραιτήθηκε. Ετσι τελείωσε η σύντομη πολιτική σταδιοδρομία του και μαζί του κι η Σοσιαλιστική Εργατικη Ενωση. Τον καιρό που ήταν υπουργός ανταμώθηκε και με τον καπετάν Ορέστη. Το δίχως άλλο έβρισκε σ' αυτόν κάποια γνωρίσματα από τον Ζρρμπά και τον κυοφορούμενο ακόμη καπετάν Μιχάλη. Την αφήγηση γι' αυτήν την συνάντηση την έχω δημοσιεύσει σε τούτο εδώ το περιοδικό, με τον τίτλο «Ο καπετάνιος κι ο χαρτοπόντικας» (Καινούργια εποχή, τεύχος 9ο, β' περίοδος). Προσωπικά είχα και ένα πρακτικό όφελος. Χάρη στον Καζαντζάκη διορίστηκα τον Απρίλη του 1946 στην Ραδιοφωνία».

ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ
Κλείνοντας αυτή την καρέ προς καρέ, την κινηματογραφική παρουσίαση του έργου και της ζωής του Κωστή Μεραναίου παρουσιάζουμε σε τίτλους τα κυριότερα βιβλία του και τις σημαντικότερες συνεργασίες του με περιοδικά στοχασμού και τέχνης. Το 1938 αρχίζει συνεργασία με τα «Νεοελληνικά Γράμματα» με το μελέτημα του «Για μια φιλοσοφία του ανθρώπου». Κατόπιν αναλαμβάνει την αρχισυνταξία και διεύθυνση σε τρία περιοδικά: Κατά την κατοχή (1942-1943) στα «Καλλιτεχνικά Νέα», στην περίοδο του Εμφυλίου (1947-1949), στον «Αιώνα» και στα 1950-52 στο περιοδικό «Αιξωνή». Την ίδια περίοδο αναλαμβάνει την αρχισυνταξία των επιστημονικών θεμάτων και τακτική επιφυλλιδογραφία στην «Ελευθερία». Τα κυριότερα βιβλία του: 1950: Για μια σημερινή παρουσία του Χριστιανισμού», 1956: «Η θέση της Φιλοσοφίας στην εποχή μας», 1957: «Φιλολογικά -Φιλοσοφικά Μελετήματα», 1960: «Προοίμια για τη Φιλοσοφία, την Επιστήμη και τον Άνθρωπο», 1970: «Φυσική και Ποίηση», 1973: Βιολογική τάξη και Κοινωνική Αταξία», 1984: «Η παρακμή των Φιλοσόφων και ο Μαρξισμός». Οι τίτλοι των βιβλίων που έχει μεταφράσει είναι αμέτρητοι. Είναι κυρίως έργα των Νίτσε, Σοπενχάουερ, Κίρκε-γκααρντ, Ζίγκμουντ Φρόϋντ, Γιάνγκ, Ζαν Πωλ Σαρφ και άλλων.

*Δημοσιεύτηκε στις 14 Μαρτίου 2016 από τον  Γεώργιος Αργυρίου. 
Πηγή https://anemourion.blogspot.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια: